- αηδονόλαλος, -η
- αηδονόλαλος, -η και -ούσα, -ο γλυκόφωνος: Όχι γλυκόλαλη, αηδονόλαλη θα 'πρεπε να την έλεγε κανείς την τραγουδίστρια αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αηδονόλαλος — η ο αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν τού αηδονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + λαλώ] … Dictionary of Greek
αηδονόφωνος — η, ο ο αηδονόλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + φωνή] … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
αηδονόστομος — η, ο αηδονόλαλος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)